- άνορχος
- κ. άνορχις (-εως)ο (Α ἄνορχος, -ον) αυτός που πάσχει από ανορχίααρχ.1. ο ευνουχισμένος2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόρχων — ἄνορχος without testicles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)